-
1 κυνηγεσιον
τό1) тж. pl. псовая охота Eur., Plut.2) отряд охотников с собаками(τὸ κ. πᾶν συμπέμπειν Her.)
3) вместе охотящаяся стая (sc. τῶν λύκων Arst.)4) охотничий участок(ἐν κυνηγεσίῳ πλανᾶσθαι Xen.)
5) охотничья добыча(ὑπαγωγέ τοῦ κυνηγεσίου Xen.)
6) перен. охота, погоня(περί τινος ὥραν Plat.)
-
2 υπαγωγη
ἥ1) отход, отступление(διώξεις τε καὴ ὑπαγωγαί Thuc.)
2) подведение вперед, продвижение(τοῦ κυνηγεσίου Xen.)
3) хитрость, обман(Dem. - v. l. ἐπαγωγή)
4) приседание Arst.
См. также в других словарях:
υπαγωγή — η / ὑπαγωγή, ΝΜΑ [ὑπάγω] η κατάταξη σε μία κατηγορία ή η θέση κάποιου υπό την δικαιοδοσία άλλου (α. «υπαγωγή τής υπηρεσίας στο υπουργείο Προεδρείας» β. «τὴν ἐν τρισὶ γένεσιν ὑπαγωγήν», Απολλ. Δύσκ.) μσν. αρχ. (κατά τον Φώτ.) «ὑπαγωγή: ἡ ταῑς… … Dictionary of Greek